- αραιωτικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στην αραίωση: Το πιο πρόχειρο αραιωτικό για τα υγρά είναι το νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αραιωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί αραίωση 2. χημ. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) αραιωτικά, τα αδρανείς ουσίες που προστίθενται σε άλλες ουσίες ή διαλύματα με σκοπό να αυξήσουν τον όγκο των τελευταίων και να ελαττώσουν έτσι την περιεκτικότητά τους ανά… … Dictionary of Greek
ἀραιωτικά — ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικῶν — ἀραιωτικός of fem gen pl ἀραιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικόν — ἀραιωτικός of masc acc sg ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικοῖς — ἀραιωτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικοί — ἀραιωτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικῆς — ἀραιωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτική — ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικήν — ἀραιωτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικάς — ἀραιωτικά̱ς , ἀραιωτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)